- τσαπέλα
- τσαπέλα, η και τσοπέλα, ηαρμαθιά από ξερά σύκα περασμένα σε νήμα ή βούρλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαπέλα — και τσοπέλα, η, Ν αρμαθιά από ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zapella] … Dictionary of Greek
τσαπελιάζω — Ν [τσαπέλα] κάνω αρμαθιές από ξηρά σύκα … Dictionary of Greek
τσοπέλα — Ορεινός οικισμός (;; κάτ., υψόμ. 760 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πραμάντων. * * * η, Ν βλ. τσαπέλα … Dictionary of Greek
αρμάθα — αρμάθα, η και αρμαθιά, η τσαπέλα, περιδέραιο: Του δωσε μια αρμαθιά σύκα. – Φορούσε μια αρμαθιά από φλουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)